gym-giann.lar.sch.gr

"Ακολουθώντας το φως της παιδείας"

Σταδίου 14-16, Γιάννουλη 41500 / mail@gym-giann.lar.sch.gr / τηλ 2410 591773

ΓΥΜΝΑΣΙΟ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ

Διήγημα για τον Διαγωνισμό

Άνθρωποι στον Άνεμο

Κεφάλαιο 1ο

Κάποτε , πολλούς ανέμους πριν, στα ψηλά χιονισμένα βουνά του Πόντου υπήρχε ένα μικρό χωριουδάκι , η Ζύμονα, ζυμωμένη με ήθη κι έθιμα ενός καιρού αιματοποτισμένου. Εκεί ,στο έμορφον χωρίον, ζούσε μια μεγάλη φαμίλια. Ήσυχα που κυλούσε  η ζωή τους ,φτωχική και δύσκολη, μα ήρεμη.

 Ξημέρωσε ,λοιπόν, ο Θεός τη μέρα του. Το φως του ήλιου δυνατό άρχισε σιγά σιγά να κατακτά τον ουρανό, την πλάση όλη. Ο Παναϊτας, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας ,σηκώθηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι του, θέλοντας να μην ξυπνήσει τους άλλους. Δίπλα του κοιμόταν ο μικρός Γιάννης, ο μικρότερος από τα αδέλφια του. Είχε κιόλας κλείσει τα πέντε του πρώτα αθώα χρόνια.

-Πώς μεγάλωσε ο μικρός Γιαννάκης ψέλλισε δειλά, λες, μην τον ακούσει η μοίρα.

       Αφού σηκώθηκε, άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι του έξω. Κρύος αέρας κατέβαινε από το βουνό.

 -Σίγουρα χιόνισε τη νύχτα στις κορφές, μουρμούρισε.

 Ήταν οι πρώτες μέρες του χειμώνα. Ο καιρός πια είχε ψυχράνει για τα καλά. Τέτοια εποχή ήταν πέρσι, όταν ο πατέρας του, ο Σάββας πήρε ένα μικρό μπότσα με λίγα ρούχα και λίγο ψωμί. Αξέχαστη θα του μείνει στην καρδιά του η στιγμή του αποχαιρετισμού Αναγκάστηκε να φύγει, καθώς οι Τούρκοι ήρθαν και μάζευαν όλους τους άντρες του χωριού για να υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό. Με βουρκωμένα τα μάτια ,τους φίλησε και τους ευχήθηκε:

-Μακάρι ο Θεός να βοηθά μας να ανταμώνομε όλοι γεραί και δυναταί. (Μακάρι ο Θεός να δώσει να ανταμώσουμε πάλι, όλοι γεροί και δυνατοί)

-Στο καλό ,και τ’ οπίσ’ να μη ενεστάλτς, σιγοψιθύρισε η μάνα του Παναιτα,  γεμάτη δάκρυα.

   Όταν ήρθε η ώρα ο Σάββας να αποχαιρετήσει τον μεγάλο του γιο, ακούμπησε τις δυνατές παλάμες στους ώμους του και του ψιθύρισε:

– Τώρα που θα λείπω εγώ, εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού, θα προσέχεις τα αδέρφια σου και τη μητέρα σου. Θα γυρίσω πίσω με την Παναγία Σουμελά βοηθό μου.

   Ο Παναγιώτης προσπάθησε να κρατήσει τα δάκρυά του, αλλά δεν άντεξε, έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα του και του υποσχέθηκε πως θα τους προσέχει όλους, ώσπου να ξανανταμώσουν πάλι. Έτσι λοιπόν έμειναν μόνοι τους στο σπίτι χωρίς πατέρα εδώ κι ένα χρόνο.

   Τα υπόλοιπα αδέρφια του, ο Χαράλαμπος και η Αικατερίνη ήταν λίγο μεγαλύτερα από τον  Γιαννάκη. Προσπαθούσαν και αυτά να βοηθήσουν στις δύσκολες καταστάσεις που βίωνε η οικογένειά τους, όπως άλλωστε όλα τα υπόλοιπα παιδιά που έχασαν τον πατέρα τους στην υποχρεωτική επιστράτευση. ΄Υποχρεωτική ορφάνια.

   Ένας θόρυβος ακούστηκε από την κουζίνα. Η μάνα είχε σηκωθεί από νωρίς, τώρα θα φουρνίζει ψωμί, σκέφτηκε ο Παναγιώτης, καθώς φορούσε τα παπούτσια του.

     Αχάραγα σηκώνεται κάθε πρωί ζυμώνει ψωμί και μαγειρεύει, πριν ξυπνήσουν τα παιδιά. Ακούραστη υπομονετική και χαμογελαστή, δεν γόγγυζε ποτέ. Ακόμη και αν οι δουλειές είναι ατελείωτες, αυτή τρέχει και στα ζώα και στα χωράφια. Και τώρα που λείπει ο πατέρας αυτή είναι και η μάνα και ο πατέρας δίπλα τους σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Όλοι στο χωριό έχουν να λένε για την εργατικότητα της και για τη φροντίδα που δίνει και στα τέσσερα παιδιά της.  Σουμέλα την λένε ,έχει και το όνομα της Παναγίας της Σουμελά.

-Το τρανόν δώρο για την θυγατέραμ εν το όνομας.(Το μεγαλύτερο δώρο κόρη μου είναι το όνομά σου), να το φιλάς και να το τιμάς ,της είπε ο πατέρας της την ώρα του γάμου της.

Κεφάλαιο 2ο

     Αφού φόρεσε τα παπούτσια του, ο Παναίτας έτρεξε σβέλτα και πήγε στην κουζίνα. Η μασίνα, η σόμπα του σπιτιού ,ήταν αναμμένη και ψηνόταν το ψωμί .Το παιδί έπλυνε το πρόσωπό του και έκανε την προσευχή του.

– Καλημέρα μάνα.

– Εφτάει πολύ κρύο αδακές (Το κρύο έχει πιάσει για τα καλά), είπε η μάνα, δίνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο. Κάτσε να φας και πήγαινε να βγάλεις τα ζώα έξω να βοσκήσουν.

  Στάθηκε για λίγο, σκεφτική, κοιτώντας το παράθυρο. Ο Παναγιώτης είχε ήδη τελειώσει το φαγητό του και ετοιμαζόταν ώστε να πάει στα ζώα.

 Τελικά αποφάσισε να του μιλήσει. Είναι μεγάλο παιδί και θα καταλάβει, σκέφτηκε. Τον έπιασε από τον ώμο θέλοντας να τον σταματήσει. Ο Παναγιώτης γύρισε και η μητέρα του άρχισε να του μιλά αργά και ψιθυριστά.

-Άκουσέ με με προσοχή. Αυτά που θα σου πω είναι σημαντικά. Μη φωνάξεις και μην αντιδράσει σε αυτό που θα ακούσεις. Χτες το βράδυ ήρθε στο σπιτικό μας ένας καλός φίλος του πατέρα σου, ο Χαράλαμπος. Δεν είχε κανένα νέο από τον πατέρα σου, όμως ζήτησε μερικά τρόφιμα και ζεστά ρούχα και έφυγε τρέχοντας, γιατί τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι, η μητέρα συνέχισε … Ο Χαράλαμπος βρισκόταν καιρό εκεί. Μια φορά είδε και τον πατέρα , αλλά δυστυχώς δεν ήτανε πια μαζί του. Τον πήρανε σε άλλο τομέα και από τότε δεν τον ξαναείδε, ο Θεός να βάλει το χέρι του. Μεγάλο κακό γίνεται και θα συνεχίσει να γίνεται, ψιθύρισε η Συμέλα.

   Σταμάτησε τον λόγο της και έφυγε να πάει προς την κουζίνα, να συνεχίσει τη δουλειά της. Μα ο Παναγιώτης έτρεξε προς την αγκαλιά της. Η Συμέλα προσπάθησε να κρύψει το λυγμό της, αλλά δεν τα κατάφερε. Τον κοίταξε  στα μάτια . Ήταν όπως ο ουρανός λίγο πριν την καταιγίδα. Πρώτη φορά ο Παναγιώτης την είδε τόσο ανήσυχη.

  -Μάνα κινδυνεύουμε. Πρέπει να φύγουμε και εμείς.

-Πού να πάμε γιαβρί μου χειμώνα καιρό, πώς θα τα βγάλω πέρα μόνη μου με τέσσερα παιδιά; Ας ελπίσουμε πως ο πατέρας σου θα γυρίσει, αλλιώς ο Θεός να είναι μαζί μας. Πρόσεχε πολύ τώρα εσύ στο βουνό ,πρόσεχε παιδί μου.

-Καλά μάνα θα προσέχω..

– Αν συναντήσεις, τσέτες, φύγε. Άφησε το κοπάδι και τρέχα να σωθείς εσύ, μην κοιτάξεις τα ζώα!

– Εντάξει, μάνα κατάλαβα..

Τον φίλησε στο μέτωπο.

– Στην ευχή του Θεού και της Παναγίας, η Παναγία Σουμελά να σε σκεπάζει είπε η μάνα, με τη φωνή όλων των μανάδων του Πόντου. Τον σταύρωσε τρεις φορές, για να γυρίσει και να μη γυρίσει, όπως αγωνιούσαν τότε όλοι οι χριστιανοί του Πόντου.

  Αφού βγήκε από το σπίτι, κατέβηκε στον κάτω όροφο, όπου βρισκόταν το μαντρί. Έτσι ήταν τα αγροτόσπιτα τότε. Εκεί είχαν τα ζώα τους, λίγα κατσίκια και πρόβατα. Ήταν πρωί ακόμα, νωρίς για όλα τα γεγονότα. Ο ήλιος είχε ανατείλει βιαστικός να πιάσει δουλειά και οι ηλιαχτίδες του σκέπαζαν πια όλη την πλάση.

  Έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε για το βουνό. Στο δρόμο σκεφτόταν τα λόγια της μάνας. Αποφάσισε λοιπόν να είναι σε εγρήγορση και τα μάτια του να είναι δεκατέσσερα. Φτάσανε κιόλας στον προορισμό τους. Λίγο πιο κάτω κυλούσε ένα ρυάκι, τα ζώα θα είχαν νερό να ξεδιψάσουν. Όμως από μακριά φτάνουν, έφτασαν ήδη, άντρες.

– Οι τσέτες, σκέφτηκε, αδίστακτοι συμμορίτες, υπεύθυνοι για πολλές βιαιοπραγίες κατά των χριστιανών του Πόντου.

Ο νους του πήγε στον πατέρα: Άραγε να ήταν κάπου εκεί και να τον κυνηγούσαν; Ζει, πέθανε, ποιος να ξέρει! Ο φίλος του κρύβεται στα βουνά για να γλιτώσει από τους στρατοχωροφύλακες που τον κυνηγούν. Είναι ένας φυγόστρατος πια. Τώρα θα ενταχθεί στην ομάδα των ανταρτών με τον έξω κόσμο. Ξέρει και γράμματα θα τους βοηθήσει πολύ.

Ευτυχώς το κοπάδι των ανθρώπινων λύκων απομακρύνθηκε και η μέρα κύλησε ήρεμα. Κατά το μεσημέρι ο Παναγιώτης μάζεψε το κοπάδι και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Στον γυρισμό ήταν πολύ προσεκτικός, όπως του είχε πει η μάνα του. Όλα του τα αδέρφια  τον υποδέχθηκαν στην αυλή. Πίσω τρέχει και ο μικρός Γιαννάκης και πέφτει στην αγκαλιά του.

-Πόσο γλυκά είναι τα αδερφάκια μου και πόσο πολύ με αγαπάνε; σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να τακτοποιήσει τα ζώα στο στάβλο, αλλά και αυτός τα αγαπούσε πολύ και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα φροντίζει καθημερινά.

Εκείνη την ώρα κατέβαινε η μάνα.

– Πώς πέρασε η μέρα σου, αγόρι μου; Όλα ήσυχα; τον ρώτησε και τον κοίταξε με νόημα.

– Όλα ήσυχα δόξα τω Θεώ, είπε και πήγε να αρχίσει το άρμεγμα και το τάισμα των ζώων.

   Το βράδυ ήταν πάλι όλοι μαζί γύρω από τη σόμπα, λουσμένοι, καθαροί, χορτάτοι .Έτσι περιποιημένοι, νοικοκυραίοι ήταν, ακόμα κι πιο φτωχοί. Αυτή ήταν κι οι πιο αγαπημένη στιγμή της ημέρας. Αντάλλαζαν και κανα δυό κουβέντες και κάθε βράδυ η Συμέλα τους έλεγε και από ένα παραμύθι και έτσι ξεκουράζονταν όλοι από τις ασχολίες τους. Ήταν Σάββατο ,ξημέρωνε Κυριακή και όπως κάθε φορά θα πήγαιναν νωρίς στην εκκλησία. Για αυτό δεν άργησαν να πέσουν για ύπνο. Η μάνα πήγε κοντά τους, τους σταύρωσε και τους φίλησε, τον καθένα ξεχωριστά.

Κεφάλαιο 3ο

   Ξημερώματα Κυριακής, ο ήλιος ακόμα δεν είχε ξετρυπώσει με τις ακτίνες του όταν μια δυνατή κραυγή ακούστηκε:

-Τσέτες!!!

   Πριν προλάβει να τελειώσει η κραυγή άλλες ,δεκάδες, χιλιάδες ακούστηκαν, ακόμα πιο τρομακτικές. Εκείνη την ώρα άρχισαν και ταυτόχρονα τελείωναν όλα..

  Πυροβολισμοί, φωνές ανακατεμένες με κλάματα ακολούθησαν. Τα αμέσως επόμενα λεπτά, τσέτες περικύκλωσαν το χωριό, μπήκαν για να ληστέψουν να τρομοκρατήσουν και να σπείρουν το θάνατο.

-Παναγιώτη, ξύπνα τα παιδιά, πάρε τον Γιάννη, φεύγουμε, ούρλιαξε η μάνα.  Έτρεχε σαν τρελή να βάλει ένα μποτσά, δυο πανωφόρια για τα παιδιά. Μόλις βγήκαν έξω, η Συμέλα τύλιξε τα παιδιά της με τα πανωφόρια που πρόλαβε να πάρει. Οι υπόλοιποι κάτοικοι χωρίς να προλάβουν να πάρουν κάτι βγήκαν έξω φοβισμένοι με τα ρούχα του ύπνου ώστε να φύγουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα έξω από το χωριό.

   Οι Τσέτες ορμούσαν στα σπίτια δίχως να δείξουν έλεος. Έψαχναν μικρές περιουσίες, έκλεβαν ζώα και ό τι άλλο θεωρούσαν χρήσιμο.

  Όταν το κακό τέλειωσε οι κάτοικοι αποφάσισαν να γυρίσουν στη Ζύμωνα. Επικρατούσε παγερή ησυχία. Όλες οι πόρτες όμως ήταν ορθάνοιχτες. Όσοι γυρνούσαν στα σπίτια τους έβρισκαν όλα τα πράγματά τους που ήταν πεταμένα από δω και από κει. Ο Παναγιώτης πήγε να δει τι γίνεται στο μαντρί. Αυτό που αντίκρισε δεν ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που περίμενε: ερημιά. Όλα τα άρπαξαν οι τούρκοι αντάρτες. Πώς θα ζούσαν τώρα; Η μητέρα μπήκε στο σπίτι και πήρε ό,τι είχε απομείνει από ρούχα, για να μπορούν να προφυλαχθούν από το κρύο. Πήραν λίγο ψωμί και ό,τι άλλο τρόφιμο υπήρχε .

    Η μάνα και οι άλλες οικογένειες αποφάσισαν να φύγουν. Θα άφηναν το έμορφο χωρίον και θα έφευγαν. Αυτό έκαναν όλοι, δεν είχαν άλλη επιλογή, όλα είχαν καταστραφεί.

   Θα προσπαθούσαν να αντέξουν, ώσπου να βρουν ένα ασφαλές μέρος. Η θλίψη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Κρύο ,παγωνιά, πού να πήγαιναν ;Άφηναν τα πάντα πίσω τους. Ήδη είχαν σπείρει το σιτάρι τους και περίμεναν τη σοδειά και επιπλέον στη μέση ήταν και ο πατέρας, πώς θα τον εύρισκαν ,πώς θα μάθαινε που πήγαιναν? Μόνο ερωτηματικά έπαιρναν μαζί τους..

   Πριν εγκαταλείψουν ολοκληρωτικά τον τόπο τους πέρασαν και από το εκκλησάκι της Παναγίας Σουμελά, μαζί με άλλους συγχωριανούς. Εκεί πήγαιναν την Κυριακή ντυμένοι όλοι με τα καλά τους τα ρούχα. Αυτά σκεφτόταν ο Παναγιώτης, ενώ ανέβαινε την ανηφόρα και σχεδόν είχε φτάσει στο εκκλησάκι. Η γνώριμη γαλήνη και η ηρεμία. Μπήκαν μέσα, μάζεψαν τις εικόνες, τα ιερά σκεύη ότι είχαν απομείνει από αυτά, έσκαψαν ένα βαθύ λάκκο έξω από την εκκλησία και τα έθαψαν ,σαν να’ ταν αγαπημένοι νεκροί, για να μην τα βρουν οι Τούρκοι και τα μαγαρίσουν.

– Ήρθε η ώρα να φύγουμε, είπε η μάνα του. Αμέσως στο μυαλό του ήρθε μια συγκεκριμένη εικόνα.  Πάντα του άρεσε αυτή η εικόνα. Κάθε φορά την προσκυνούσε με ευλάβεια. Αποφάσισε να ψάξει, να τη βρει, να την παρακαλέσει. Έστω, να την πάρει για φυλαχτό. Η Παναγία είχε τόσο μεγάλα εκφραστικά μάτια. Με τα χέρια της κρατούσε με τόση στοργή τον μικρό Χριστό. Τι ευλογία! Πόση παρηγοριά! Τη βρήκε πεταμένη, την τυλίξει με ένα καθαρό ύφασμα. Από δω και πέρα θα ήταν το φυλαχτό του.

Κεφάλαιο 4ο

      Αργά το απόγευμα έφτασαν, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι στο κοντινό τουρκικό χωριό Τέλμα. Ήθελαν να διανυκτερεύσουν εκεί, αποφεύγοντας τις επιδρομές των Τσετών. Ξεφόρτωσαν από την πλάτη τους τους μποξάδες και κάθισαν κάτω από κάτι ψηλά δέντρα. Η Συμέλα προσπάθησε να βρει λίγο νερό για να ξεδιψάσουν, αλλά μάταια ,τίποτα δε βρισκόταν εκεί κοντά. Ο μικρός Χαράλαμπος είχε αρχίσει να βήχει δυνατά, μάλλον κρύωσε, ψέλλισε η μάνα ,έτσι όπως βγήκαν ξημερώματα έξω με τα ρούχα του ύπνου για να γλιτώσουν. Κρυολόγησε άσχημα, τι να του κάνει ένα μικρό πανωφόρι.

   Προσπάθησαν να κοιμηθούν ,έστω και για λίγο ,να ξεχάσουν τα πάντα και να παραδώσουν για λίγο το σώμα τους στον ύπνο και στην ξεκούραση που την είχαν τόση ανάγκη .Ανελέητο κατέβαινε το κρύο από τα βουνά των ποντιακών Άλπεων παγωνιά που ξυλιάζε το σώμα τους. Μα πάνω από όλα ξύλιαζε την ψυχή τους και τη γέμιζε φόβο και στεναχώρια.

  Κάποια στιγμή ,κατά τα μεσάνυχτα ,ακούστηκαν ψίθυροι και ομιλίες. Η μάνα πετάχτηκε από τον ύπνο της, πώς να μπορέσει να κοιμηθεί βαθιά, είχε αγωνία μήπως πάθουν κάτι τα παιδιά και τα σκέπαζε συνεχώς. Κάπου πιο δίπλα φαινόταν μια σκυφτή σκιά, ένας άντρας. Πήγαινε από οικογένεια σε οικογένεια και ρωτούσε:

 -Συμέλα Μαχαιρίδου, Παναγιώτης Μαχαιρίδης;

   Αλλά από παντού έπαιρνε αρνητική απάντηση, ποιος ήταν άραγε? κάποια στιγμή έφτασε και σε αυτούς ο άντρας πλησίασε:

– Συμέλα Μαχαιρίδου του Σάββα; ρώτησε.

– Και ποιος ρωτάει; μίλησε η μάνα.

-Συγγενής τους ,απάντησε ο άντρας.

   Η φωνή κάτι της θύμισε, σαν να τη γύρισε πίσω σε χρόνια ευτυχισμένα.

– Εγώ είμαι!

– Εσύ, ποιος είσαι; και η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια της.

-Συμέλα; ακούστηκε η φωνή του ξένου. Ο Σάββας είμαι, ο άντρας σου, δε με κατάλαβες;

  Παρόλο που ο Θεός δεν είχε ξημερώσει τη μέρα του και το σκοτάδι ήταν ακόμη πηχτό εκείνη δε χρειαζόταν φως για να αναγνωρίσει τον άντρα της

– Σάββα; ρώτησε με απορία.

-Εγώ είμαι, γύρισα, είπε συγκινημένος.

-Δόξα τω Θεώ ,σε ευχαριστώ Παναγία μου Σουμελά !

  Τον αγκάλιασε. Ένιωσε το κορμί του, έπιασε τα χέρια του, τα σκελετωμένα.

– Σάββα, τι πέρασες ,της ξέφυγε ένας λυγμός. Ήταν παγωμένος. Πού να βρει μια χοντρή κουβέρτα; Προσπάθησε να τον ζεστάνει όπως όπως.

  Ο Παναγιώτης που μέχρι τώρα στεκόταν ακίνητος χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι αυτός ήταν ο πατέρας του ξαφνικά έπεσε στην αγκαλιά του.

 -Σε ευχαριστώ πατέρα που κράτησες την υπόσχεσή σου, ο Σάββας τον αγκάλιασε γεμάτος περηφάνια.

Αφού του δώσανε κάτι να φάει κάθισαν όλοι γύρω-γύρω αγκαλιασμένοι. Δεν τον ρώτησαν τίποτα, τι να τον ρωτήσουν; ποιες λέξεις; Περιγράφουν, τον πόνο. Μέσα σε αυτή τη μεγάλη λύπη ήρθε χαρά και η ελπίδα, στήριγμα και βοηθός. Δεν έπρεπε όμως να ξεχάσουν πως ο πατέρας του το έσκασε από τα τάγματα εργασίας και σίγουρα το πρωί θα τον αναζητούσαν.

Κεφάλαιο 5ο

 Το πρωί ξύπνησαν από φωνές, Τούρκοι είχαν περικυκλώσει το χωριό, Έψαχνα το δραπέτη, ο Σάββας κοίταξε τη Συμέλα.

-Προδοσία, ψέλλισε και έσφιξε τα δόντια του.

 Κάποιος τον πήρε χαμπάρι και τον πρόδωσε. Πετάχτηκε όρθιος και έτρεξε. Οι Τούρκοι πια είχαν φτάσει πολύ κοντά, τον έψαχναν, δεν τον έβρισκαν, επέστρεψαν θυμωμένοι.

– Μπαϊράμ είπαν(το πουλί πέταξε).Άρχισαν να βρίζουν αισχρά και να ουρλιάζουν σαν δαιμονισμένοι. Τότε  στράφηκαν και άρχισαν να χτυπούν τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν εκεί μαζεμένα. Η Συμέλα, προσπάθησε να σώσει τα παιδιά της, έτρεξαν γρήγορα να κρυφτούν πίσω από τα δέντρα. Ο Παναγιώτης προσπαθώντας να βοηθήσει τα αδέρφια του, σκόνταψε σε μια πέτρα. Δεν άργησαν να τον πάρουν χαμπάρι οι Τούρκοι και τον άρπαξαν. Η μάνα του, θέλοντας να τον βοηθήσει έκανε μια κίνηση προς το μέρος του, αλλά μια γυναίκα δίπλα της που κρυβόταν και αυτή την τράβηξε από τον ώμο και της ψιθύρισε

 -Σκέψου τα υπόλοιπα παιδιά σου, κρίμα να μείνουν ορφανά. Η Συμέλα μη μπορώντας να κάνει κάτι έπεσε σε λυγμούς και άρχισε να προσεύχεται στο Θεό.

Οι Τούρκοι είχαν φύγει από το χωριό αφήνοντας πίσω τους μισοπεθαμένους ανθρώπους. Πολλοί λίγοι πρόλαβαν να γλυτώσουν, τους υπόλοιπους τους πήρανε στις λεγόμενες πορείες θανάτου μαζί και τον Παναγιώτη.

 Είχαν φτάσει λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Ο Τούρκος που τον άρπαξε τον έδεσε με ένα σκοινί και τον έσερνε σαν το ζώο. Όπως και τους υπολοίπους αλλά αυτόν τον συνόδευε ο ίδιος χωρίς να τον αφήσει από τα μάτια του. Μια ώρα περπατούσαν, βρίζοντας τους πονεμένους και κουρασμένους ανθρώπους. Σε μια στιγμή, ένας από αυτούς φώναξε στα τουρκικά,

-Σταματήστε εδώ.

 Οι υπόλοιποι υπάκουσαν και πήγαν να καθίσουν ικανοποιημένοι να ξεκουραστούν λίγο. Μόνο ο Τούρκος που συνόδευσε τον Παναγιώτη δεν κάθισε. Αντίθετα, τον πήγε λίγο πιο πέρα ώστε να μην το βλέπουν οι άλλοι και του έδωσε λίγο νερό να πιει. Ο Παναγιώτης τρομαγμένος κάθισε σε ένα βράχο και το ήπιε ,τότε ο Τούρκος του ψέλλισε, μη φοβάσαι θα σε προστατέψω.

 Ο Παναγιώτης έκανε να μιλήσει, αλλά εκείνος τον σταμάτησε γιατί ερχόταν ένας από τους στρατιώτες. Η όψη του ήταν πολύ άγρια, ήταν αξύριστος και φαινόταν βρώμικος. Σε αντίθεση με αυτόν που είχε δίπλα του. Τους πλησίασε και άρχισε να φωνάζει στον συμπατριώτη του στα τούρκικα.

 -Μα τον Αλλάχ τι κάνεις εδώ; Οσμάν; Δεν πιστεύω να βοηθάς αυτό το σκυλί. Ο Παναγιώτης δεν κατάλαβε τίποτα, το μόνο που σκέφτηκε  ήταν ότι ήταν τυχερός και κρύφτηκε πίσω από τον Τούρκο που τον προστάτευε. Ποιος να ήταν άραγε και γιατί να με βοηθήσει; σκέφτηκε, ενώ εκείνος προσπαθούσε να βρει μια δικαιολογία. Για να το προστατεύσει.

 Αφού μίλησαν λίγο μεταξύ τους, ο πρώτος έφυγε χωρίς να δώσει μεγάλη σημασία. Πριν προλάβει να φύγει σηκώθηκε και πάλι ένας άλλος Τούρκος και του φώναξε.

-Ξεκινάμε αμέσως. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν ξέροντας τι έπρεπε να κάνουν και φαίνονταν να το ευχαριστιούνται.

Άρχισαν πάλι να τραβούν να χτυπούν τους ανθρώπους ώστε να σηκωθούν. Όποιος δεν σηκωνόταν αμέσως τον πυροβολούσαν και πέθανε επί τόπου. Συνέχισαν λοιπόν την πορεία τους. Περπάτησαν πολλές ώρες και αντίκρισαν ένα ποτάμι. Μια γυναίκα έτρεξε προς το ποτάμι θέλοντας να ξεδιψάσει, καθώς ούτε νερό δεν τους είχαν δώσει. Εκείνη τη στιγμή που έσκυψε να πιει νερό ,ένας από τους στρατιώτες άρχισε να την πατά με το πόδι του με δύναμη, θέλοντας να την πνίξει. Μετά από λίγο η γυναίκα ήταν νεκρή.

 Κι άλλοι άνθρωποι προσπάθησαν να τρέξουν για να ξεδιψάσουν, αλλά τους εμπόδισαν οι στρατιώτες. Αντί να τους  βρέξουν λίγο το στόμα τους, άρχισαν να τους χτυπάνε και να τους βασανίζουν. Όμως ο στρατιώτης πάλι τράβηξε πίσω τον Παναγιώτη και του ψιθύρισε.

-Φώναξε σαν να σε χτυπάω.

 Αμέσως ο Παναγιώτης άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη. Στην πραγματικότητα όμως το έκανε για να μην αντιληφθούν ότι αυτός ο στρατιώτης τον προστάτευε. Μετά από λίγο, σταμάτησε να φωνάζει, κοίταξε για λίγο γύρω του. Οι υπόλοιποι συγχωριανοί του ήταν σαν ζωντανοί νεκροί. Ο Παναγιώτης προσεύχονταν για τις ψυχές τους και για τον ίδιο ώστε να μπορέσει να ανταμώσει και πάλι με την οικογένειά του.

Κεφάλαιο 6ο

 Περπατούσαμε περίπου δύο μέρες και είχαν απομείνει ελάχιστοι. Κατά το απόγευμα έφτασαν σε ένα μεγάλο τουρκικό χωριό. Εκεί θα ήταν το τέλος. Οι στρατιώτες είχαν σκοπό να κάψουν ζωντανούς όσους μπόρεσαν και είχαν απομείνει. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο Παναγιώτης.

 Μόλις μπήκαν στο χωριό, ο κόσμος άρχισε να χειροκροτά και να ζητωκραυγάζει για το θέαμα που είχε μπροστά του, άλλοι τούς φτύνανε, τους βρίζανε τους κορόιδευαν. Μετά από μισή ώρα είχαν φτάσει στην άλλη άκρη του χωριού. Πιο πέρα βρισκόταν ένας μικρός στάβλος τους στοίβαξαν όλους μέσα σαν να ήταν ζώα.

 Ο Παναγιώτης άρχισε να προσεύχεται καθώς ήξερε τι τους περίμενε.

– Παναγία μου σώσε με, είπε και ακούστηκε μια άγρια φωνή.

– Βάλτε τους φωτιά! πριν ακόμα τελειώσει αυτή η μακάβρια πρόταση, ο Τούρκος που βοηθούσε τον Παναγιώτη έτρεξε και τον άρπαξε από το στάβλο.

-Τι κάνεις εκεί; Του είπαν οι υπόλοιποι Τούρκοι, αλλά αυτός για να τον σώσει βρήκε την δικαιολογία που έψαχνε.

– Τον θέλω για σκλάβο στο σπίτι μου, τους αποκρίθηκε.

 Για καλή του τύχη οι υπόλοιποι συμφώνησαν.

-Δόξα τω Θεώ, σκέφτηκε από μέσα του ο Παναγιώτης.

Ο στρατιώτης τον έδεσε και πάλι από τα χέρια και ξεκίνησαν για το σπίτι. Δεν πρόλαβε να κοιτάξει πίσω, αλλά η μυρωδιά του καμένου ερχόταν έντονη.

-Μην κοιτάξεις πίσω του είπε ο στρατιώτης. Ο Παναγιώτης κατάλαβε τι συμβαίνει. Φωνές και ουρλιαχτά έφταναν ως τα αυτιά του. Ήταν ένας ήχος που δε θα ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του, όπως και τα γέλια των στρατιωτών.

Κεφάλαιο 7ο

 Αργά το απόγευμα ο Παναγιώτης και ο στρατιώτης έφτασαν σε μια μικρή καλύβα, λίγο πιο έξω από το χωριό. Πριν φτάσουν έξω από την πόρτα, ο Παναγιώτης ρώτησε το στρατιώτη γεμάτος απορία

-Πώς σε λένε; Γιατί με έσωσες;

Αμέσως εκείνος του απάντησε

– Με λένε Δημοσθένη.

 Ο Παναγιώτης απόρησε πριν όμως προλάβει να πει κάτι, ο στρατιώτης συνέχισε.

– Είμαι κρυπτοχριστιανός ,προσπάθησα να σώσω εσένα καθώς είσαι ο μικρότερος, άμα μπορούσα να κάνω κάτι και για τους άλλους θα το έκανα, αλλά όπως καταλαβαίνεις κανείς δεν πρέπει να μάθει ότι είμαι χριστιανός.

 Ο Παναίτας  έκπληκτος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ο Δημοσθένης χτύπησε δύο φορές την πόρτα συνθηματικά. Άνοιξε μια όμορφη γυναίκα τυλιγμένη με μια μαντήλα.

-Ήρθα ψιθύρισε ο στρατιώτης.

 Η γυναίκα δεν είπε τίποτα, μόνο έκλεισε την πόρτα αφού κοίταξε δεξιά και αριστερά, μήπως τους είδε κάποιος και μπήκε μέσα.

-Δόξα τω Θεώ φωνάξε είσαι καλά.

-Από δω, ο Παναγιώτης είπε και στράφηκε προς τον Παναγιώτη. Η Ιφιγένεια, η γυναίκα μου είπε και συνέχισε. Ο  Παναγιώτης είναι πολύ ταλαιπωρημένος, τον έσωσα από μια πορεία θανάτου, φρόντισέ τον και δώσε του ότι χρειαστεί.

-Μάλιστα ψιθύρισε, η γυναίκα

 Κάθισαν να ξεκουραστούν και οι δύο στις καρέκλες που είχε το σπίτι.

 Ήταν ένα μικρό σπίτι, είχε μια μικρή κουζίνα με ένα τζάκι και πάνω είχε μια σοφίτα. Εκεί θα κοιμόταν η οικογένεια. Ο Δημοσθένης κάθισε στην καρέκλα και φώναξε

-Γιάννη, Ουρανία.

Ποιοι είναι αυτοί; αναρωτήθηκε ο Παναγιώτης.

 Αμέσως κατέβηκαν δύο παιδιά. Ένα αγόρι γύρω στα πέντε και ένα κορίτσι. Έτρεξαν στην αγκαλιά του πατέρα τους.

– Αυτά είναι τα παιδιά μου, είπε  και συνέχισε παιδιά από δω ο Παναγιώτης ,τον έσωσα από τους Τούρκους. Προς το παρόν θα μείνει στο σπίτι μας μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε.

 -Γιάννη έλεγαν και τον αδελφό μου, είπε  ο Παναγιώτης και έσκυψε το κεφάλι.

 Ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια του. Πού να ναι; Τώρα θα ζουν ή θα τους σκότωσαν; Σκέφτηκε λυπημένος. Τις σκέψεις του τις διέκοψε το μικρό παιδί που τον τραβούσε επίμονα.

 -Έλα να παίξουμε.

 Εκείνος δεν κατάλαβε, γιατί του μίλησε στα τουρκικά.

 Τότε το κορίτσι βρήκε το θάρρος και είπε διστακτικά

-Σου ζήτησε να παίξετε.

-Έρχομαι, είπε ο Παναγιώτης

Ο μικρός Γιάννης έτρεξε να φέρει τα παιχνίδια του.

Μετά από λίγη ώρα ακούστηκε η φωνή του Δημοσθένη.

-Ελάτε να φάμε, φώναξε σε λίγο ο Δημοσθένης.

 Όταν κάθισαν γύρω από το στρωμένο τραπέζι ,ο Παναγιώτης θυμήθηκε και πάλι το σπίτι του. Ενώ έτρωγε έριχνε λίγες κλεφτές ματιές στην Ουρανία.

 Σε λίγο το φαγητό είχε τελειώσει και ο Δημοσθένης του έδειξε το κρεβάτι του και για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό θα μπορούσε να ξεκουραστεί.

Κεφάλαιο 8ο.

 Νωρίς το πρωί άκουσε πάλι μια γλυκιά φωνή.

-Ξύπνα, ξύπνα. Ήταν ο μικρός Γιαννάκης, τι παιχνίδια ήθελε αυτό το ανέμελο παιδί;

 Τον οδήγησε πάλι στην κουζίνα, πήραν τον πρωινό καφέ μαζί με τον Δημοσθένη. Αλλά ο Παναγιώτης ήταν πάλι πολύ στεναχωρημένος.

– Τι είναι; Τι έχεις; τον ρώτησαν.

-Να τέτοια στιγμή θα πήγαινα σχολείο.

 Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και ο Δημοσθένης πετάχτηκε όρθιος.

– Τρελάθηκες σχολείο; Εδώ θα έχω στο σπίτι μου ένα γκιαούρη θα μας σκοτώσουν όλους, είπε άγρια καθώς τώρα πια μιλούσε ο φόβος.

– Ναι, έχετε δίκιο, κανείς δεν πρόκειται να με  καταλάβει μην ανησυχείς, του είπε

Εκείνη τη στιγμή η  Ουρανία ακούγοντας τη συζήτηση του είπε.

– Θα σε βοηθήσω εγώ να συνεχίσεις το σχολείο, του είπε

-Μα πώς θα με βοηθήσεις;

-Έχω μία ιδέα.

Αφού του εξήγησε την ιδέα της ,του είπε

-Πώς σου φαίνεται, θα ήθελες να γίνω η δασκάλα σου;

   Η Ουρανία δεν περίμενε να της απαντήσει. Η απάντηση φάνηκε στο πρόσωπο του που έλαμπε από χαρά. Αυτά ήταν ένα από τα καλύτερα νέα της ημέρας. γιατί η ημέρα του επιφύλαξε και μια ωραία έκπληξη.

    Όταν η Ουρανία τελείωσε τις υποχρεώσεις της κάθισαν για λίγο στην αυλή. Τι ευγενικός άνθρωπος ήταν η Ουρανία, να βοηθήσει τους πάντες ,να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και πόσο αγαπούσε τη μητέρα, τον πατέρα, την οικογένεια, όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Αμέσως την ξεχώρισε ο Παναγιώτης, την εμπιστεύτηκε και της είπε όλη του την ιστορία του. Της μίλησε για τους γονείς, τα αδέρφια του, την ταλαιπωρία τους, τις περιπέτειες τους, αλλά και τις περιέγραψε το εύμορφο χωρίον μέχρι που κατέληξε και στο σπίτι τους. Όμως όταν θυμήθηκε την οικογένειά του, ένα δάκρυ έφυγε πάλι από τα μάτια του ένα δάκρυ αγάπης.

-Μη στεναχωριέσαι, θα τους βρεις, είπε η Ουρανία, έχοντας την ελπίδα της στο Θεό.

Η ώρα είχε περάσει. Καληνύχτισαν ο ένας στον άλλον.

Κεφάλαιο 9ο

   Είχε περάσει πια ένας μήνας που ο Παναγιώτης έμενε στο σπίτι του Δημοσθένη. Είχε αρχίσει να μαθαίνει και μερικές λέξεις διαφορετικές από την όμορφη ελληνική γλώσσα. Πλέον είχε μάθει και να διαβάζει μερικές τέτοιες λέξεις. Πόσο του άρεσαν τα γράμματα; Μακάρι να ήταν οι συνθήκες διαφορετικές, να υπάρχει νηνεμία.
Πόσο θα μπορούσε να προοδεύσει αν δεν υπήρχαν αυτές οι συνθήκες. Ο πόνος του, όμως, ήταν αγιάτρευτος και για αυτό και για τόσα άλλα. Του έλειπαν οι δικοί του κάθε βράδυ προσεύχονταν στο Θεό για αυτούς.

 Το πρωί πήγαινε μαζί με τον Δημοσθένη για δουλείες και το μεσημέρι γυρνούσε πάλι στο σπίτι. Κάθε μέρα ήλπιζε ότι κάτι διαφορετικό θα συνέβαινε. Πίστευε ότι θα τον φέρει πιο κοντά στους δικούς του. Όμως ο χρόνος έφερε κάτι απρόσμενο. Ο Δημοσθένης κάθε μέρα εξασθενούσε. Κάθε μέρα φαινόταν όλο και πιο χλωμός. Αδιάθετος.

-Είναι και αυτό μέσα στα σχέδια του Θεού παιδιά μου τους, είπε ο Δημοσθένης.

 Μια μέρα  τους μάζεψε όλους. Τα μάτια του καρφώθηκαν στον Παναγιώτη.

Κεφάλαιο 10ο

 Ο καιρός περνούσε σκληρός  για την υγεία του Δημοσθένη και αδυσώπητος για τον πόνο και τη νοσταλγία του Παναγιώτη.

 Όμως μια μέρα που φαινόταν τόσο η ίδια με τις υπόλοιπες, όταν κατέβηκαν στην πόλη για κάποιες δουλειές είδε να περνούν από μπροστά του πολλοί άνδρες. Γύρισε να δει το θέαμα, που του φαινόταν σοκαριστικό. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, νέοι γέροι, παιδιά, γυναίκες, άντρες. Τότε οι αναμνήσεις του γέμισαν το νου, οι κακουχίες που πέρασε ο ίδιος τις περνούσαν τόσοι πολλοί. Ξαφνικά ένα αγόρι. Περίπου δεκαπέντε χρονών. Πόσο έμοιαζε με το αδερφό του; λες να είναι αυτός σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά πώς να τρέξει θα μπορούσε να προδοθεί. Δεν ήξερε τι να κάνει εκείνη τη στιγμή. Βρισκόταν σε αδιέξοδο.

 Έτσι αποφάσισε να παρακολουθήσει από μακριά αυτή την πορεία. Έκανε ότι έκαναν και οι υπόλοιποι. Μιλούσε άσχημα την ώρα που περνούσαν από μπροστά του, έκανε πως τους κλωτσάει, αλλά πάλι έτρεχε γρήγορα να προλάβει να δει το πρόσωπο αυτού του αγοριού. Κάποια στιγμή έφτασε μπροστά σε έναν γνωστό του μπακάλη, ο οποίος φημιζόταν για το μίσος του προς τους Έλληνες. Ο Παναγιώτης τον ρώτησε,  -Ξέρεις πού θα τους πάνε;

Εκείνος του απάντησε με άγρια και βροντερή φωνή.

– Εκεί που τους αξίζει. Θα τους βάλουν σε μια αποθήκη να περάσουν το βράδυ και νωρίς νωρίς θα τους εκτελέσουν. Εσύ τι νοιάζεσαι;

-Α! Τίποτα από περιέργεια, είπε αδιάφορα ο Παναγιώτης, προσπαθώντας να κρύψει την αγωνία του.

 Επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι του Δημοσθένη και χτύπησε δυνατά την πόρτα. Η Ιφιγένεια τρομαγμένη από το χτύπημα της πόρτας, πήγε και άνοιξε αμέσως. Είδε τον Παναγιώτη λαχανιασμένο. Ήλθε και ο Δημοσθένης και τους εξήγησε στα γρήγορα τι συνέβη.

– Είσαι σίγουρος ήταν αυτός; ρώτησε ο Δημοσθένης.

-Ναι, σίγουρα σε παρακαλώ κάνε κάτι να τον σώσεις, είπε ο Παναγιώτης και πάλι.

Κι άλλο πρόβλημα παρουσιάστηκε, πως θα καταλάβει ο Δημοσθένης ποιος ήταν από όλους αδερφός του Παναγιώτη; προσπάθησε να τον περιγράψει, όμως είχε ήδη μεγαλώσει. Ξαφνικά θυμήθηκε ένα σημάδι που είχε μείνει ανεξίτηλο από ένα χτύπημα που είχε κάνει μικρός. Από αυτό το σημάδι θα μπορούσε σίγουρα ο Δημοσθένης να το καταλάβει, ήταν η μόνη του ελπίδα. Εκείνος θα έπρεπε να κρυφτεί και να περιμένει, να περιμένει πάλι μια είδηση, αγωνία και ελπίδα.

 Ο Δημοσθένης, θέλοντας να μη δώσει στόχο, έκανε τον περαστικό. Πέρασε από κοντά, μίλησε τούρκικα στους στρατιώτες που τους φύλαγαν, πήρε τις πρώτες πληροφορίες.

-Κι άλλα σκυλιά φέρατε, πότε θα ξεμπερδέψουμε από αυτούς? είπε ο Δημοσθένης θέλοντας να μην προδοθεί στους Τούρκους.


-Σύντομα αφέντη μου , μην ανησυχείς. Αύριο αυτή εδώ δεν θα υπάρχουν, είπε ο φρουρός δείχνοντας στους ανθρώπους.

-Κάποτε είχα πάρει έναν από αυτούς να μου δουλεύει και έκανε καλή δουλειά. Μήπως υπάρχει πάλι κάποιον για να πάρω; είπε και προχώρησε ανάμεσα στους άντρες για να βρει αυτόν που είχε ένα μικρό βαθούλωμα στο φρύδι. Ξαφνικά τον είδε.

-Να αυτό εδώ καλώς μου φαίνεται να τον πάρω να τον βάλω στη δουλειά μου, είπε  ο Δημοσθένης.

-Χαλάλι σου αφέντη μου και αν χρειαστείς τίποτα μη διστάσεις, κάνε ότι καταλαβαίνεις εσύ, του είπε με νόημα ο στρατιώτης και τον αποχαιρέτησε. Το ίδιο έκανε και ο Δημοσθένης, αρπάζοντας το αγόρι με αγριότητα και αρχίζοντας να του φωνάζει για να φανεί πειστικότερος το στρατιώτη.

Μόλις έφτασαν μακρύτερα, τον άφησε από το χέρι και τον οδήγησε στο Παναγιώτη. Ο μικρός δεν καταλάβαινε τι γινόταν, κοιτούσε μια τον έναν, μια τον άλλον. Πέρασαν αρκετά λεπτά. Ο Παναγιώτης τώρα πια ήταν σίγουρος, έτρεξε σαν χείμαρρος στην αγκαλιά του. Τότε κατάλαβε και ο Χαράλαμπος αντιλήφθηκε ποιος ήταν και άρχισε να τον αγκαλιάζει.

– Ο αδερφός σου, ο Παναγιώτης είμαι, του είπε και συνέχισε, με άρπαξαν οι Τούρκοι, βρέθηκα εδώ και με έσωσε αυτός ο καλός άνθρωπος. Είμαστε στα χέρια κρυπτο -χριστιανών, μη φοβάσαι θα βοηθήσουν και εσένα.

Ο μικρός δεν ήθελε να τον αφήσει από την αγκαλιά του.

– Ευτυχώς σε βρήκα δόξα τη Μεγαλόχαρη, φώναζε.

– Πες μου η μάνα, η Κατερίνα, ο Γιάννης που είναι γιατί δεν είναι μαζί σου; είπε ο Παναγιώτας.

 Το αγόρι έσκυψε το κεφάλι του. Λύπη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

-Η μάνα πέθανε λίγο μετά από την εξαφάνισή σου. Το ίδιο και ο Γιάννης αρρώστησε βαριά. Πρώτα η μάνα, μετά ο Γιάννης.

-Η αδερφή μας; ρώτησε ο Παναγιώτης, γεμάτος ελπίδα μα το τέλος της ήταν χειρότερο.

-Στα χέρια των Τούρκων. Τότε  άρχισε να κλαίει, δεν μπορούσε να συνεχίσει.

– Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή τους. Πάλι τα αδέρφια βρίσκονται αγκαλιά. Τουλάχιστον βρήκα εσένα είσαι η μόνη μου οικογένεια, είπε ο Παναγίωτης.

 Αγκαλιάστηκαν και οι υπόλοιποι όλοι οι χριστιανοί μαζί.

– Πάμε γρήγορα να μη δίνουμε στόχο, είπε ο Δημοσθένης.

 Έτσι πέρασαν αυτό το βράδυ στο σπίτι του Δημοσθένη, πάλι μπροστά στο τραπέζι με πολλές περιπέτειες αναμνήσεις. Και συγκίνηση.

Κεφάλαιο 11ο

  Τα χρόνια περνούσαν πότε ήρεμα, πότε με προβλήματα. Η οικογένεια αναγκάστηκε να ζήσει το θάνατο του Δημοσθένη, μια απώλεια που την έζησαν όλοι μέχρι τα βάθη της  ξεριζωμένης καρδιάς τους, αλλά πιο πολύ η Ουρανία, η αγαπημένη, η πολυαγαπημένη κόρη. Όμως αυτό το κενό στην καρδιά της άρχισε να το αναπληρώνει τώρα ο Παναγιώτης, ο οποίος είχε φτάσει τώρα πια σε ώριμη ηλικία και μπορούσε να παλέψει και τα κτήματα και τα ζώα και την οικογένεια. Με το ένα χέρι παίρνει ο Θεός, με το άλλο δίνει λέγανε οι παλιοί. Με τη βοήθεια του αδερφού του μπορούσαν να βγάλουν πέρα οποιαδήποτε δυσκολία.

   Όμως οι καιροί ήταν δύσκολοι. Τα πράγματα αγρίευαν. Οι Τούρκοι στοχοποιούσαν τις οικογένειες ακόμα και των δικών τους και όσους ένιωθαν ότι ήταν φίλοι προς τους Χριστιανούς, ήθελαν να τους εξοντώσουν. Τα πράγματα είχαν γίνει επικίνδυνα. Ακόμα και για τους ήρεμους ανθρώπους. Γι αυτό ένα βράδυ ο Παναγιώτης πήρε την απόφαση.

-Πρέπει να φύγουμε το γρηγορότερο από δω.

– Γιατί να φύγουμε; είπε η Ιφιγένεια. Είχε αρχίσει να βαραίνει από τα χρόνια πια.

-Δεν ξέρω , να βρούμε μια λύση το συντομότερο, αν μείνουμε κι άλλο ίσως δε θα έχουμε άλλη επιλογή αργότερα.

-Έχει δίκιο Παναγιώτης μάνα , είπε η Ουρανία, να βρούμε μια λύση, να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας και να αναζητήσουμε την τύχη μας στην Ελλάδα.

    Από την άλλη κιόλας μέρα είχαν αρχίσει με μυστικό τρόπο να κάνουν τις προετοιμασίες τους για τη φυγή. Θα πήγαιναν στην Καβάλα ,εκεί ο Παναγιώτης είχε κάτι συγγενείς.

   Η μέρα της αναχώρησης είχε φτάσει , ήδη μάζευαν τα τελευταία τους πράγματα. Στην καλύτερη θέση η εικόνα της Παναγίας Σουμελά που είχε φέρει μαζί του ο Παναγιώτης. Ετοιμαζόταν η Μεγαλόχαρη, πάλι, να ακολουθήσει έναν νέο άνεμο προσφυγιάς. Την ασπάστηκαν όλοι και την έδωσαν στην Ουρανία να τη φυλάξει. Φόρτωσαν σε ένα κάρο ό,τι μπορούσαν και αποχαιρέτησαν όσους αισθάνονταν ακόμα φίλους στο χωριό.

   Άρχισαν να περπατούν. Όμως ο νόστος ήταν βαρύς. Πόσες αναμνήσεις, πόσες χαρές και λύπες, όλες εδώ μαζεμένες στις κρυφές γωνιές του σπιτιού;

– Όλες τις αναμνήσεις  θα τις πάρουμε μαζί μας. Πρέπει να φανείς δυνατή .της είπε ο Παναγιώτης, που ήταν για εκείνον ο δεύτερος ξεριζωμός, μη σε δει και η μάνα και την επηρεάσεις. Να τη στηρίξεις σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή και εγώ θα στηρίξω εσένα. Η Παναγιά, στήριγμα δικό μου απέναντι στον γκρεμό…

  Η Ουρανία σκούπισε τα δάκρυά της, έριξε μια τελευταία ματιά στο χωριό: πώς να κλείσεις την πόρτα πίσω; Ποιο κομμάτι της ψυχής μένει κολλημένο στους τοίχους και τρέχει στους άδειους δρόμους, πικρός αντίλαλος ο πόνος στα σοκάκια. Κραυγάζει η μοναξιά μαζί με τον άνεμο που τους σπρώχνει τώρα στο άγνωστο..

   Άνθρωποι ήταν… Γύρισαν το πρόσωπο μπροστά και ακολούθησαν το κάρο.

Κεφάλαιο 12ο

     Στο δρόμο συνάντησαν κι άλλους ανθρώπους και άλλα κάρα και άλλες αναμνήσεις κι άλλο πόνο. Ό,τι μπορούσε να σηκώσει ο καθένας, οικογένειες ολόκληρες περιπλανιόταν προς όλες τις σκονισμένες κατευθύνσεις σαν τ’ άχυρα που τα στροβιλίζει ο λίβας. Άλλοι κλαίγοντας και άλλοι βουβοί και πέτρινοι από πόνο.

    Πέντε μέρες περιπλανήθηκαν, προσπαθούσαν να βρουν δρόμο, προσπαθούσαν να περάσουν, να φτάσουν στην Ελλάδα. Για αυτούς η Καβάλα ήταν το όνειρο μιας ζωής. Εκεί όπου οι αγαπημένοι συγγενείς θα είχαν τουλάχιστον μία στέγη, ένα πιάτο φαϊ μέχρι να βρουν τι θα κάνουν. Περπατούσαν  μαζί τους και οι μέρες, έμοιαζαν χρόνια και χρόνια ,πέρναγαν στα αλήθεια από πάνω τους όπου ήταν πια ορατή η μεγάλη ταλαιπωρία.

    Ώσπου έφτασαν στην Καβάλα. Τι πολλοί ήταν αυτοί, το λιμάνι γεμάτο βάρκες, μικρές ,μεγάλες κόσμος πολύς, κάρα, φωνές, κλάματα, πώς αυτοί οι άνθρωποι που είχαν ρίζες , τώρα  απόμειναν κλαδιά ξεραμένα; Τόσος κόσμος τριγύρω πηγαινοερχόταν βιαστικά, τι να προλάβουν;

   Έφτασαν στην πλατεία της πόλης. Κατέβηκαν. Προσπάθησαν να δουν πώς θα βρουν τους συγγενείς τους, ρωτώντας και πάλι, προχώρησαν κι άλλο, ρωτώντας και πάλι μέχρι που βρέθηκαν σε ένα φτωχικό σπίτι στις ψηλές καμάρες της Καβάλας.

– Θεία Μαρία, είσαι εδώ; Ο ανιψιός σου ο Παναγιώτης είμαι από την Ζύμονα.

-Γιαβρί μου ,γιαβρί μου σ΄ είχα χάσει, ακούστηκε μια φωνή μέσα από το σπίτι. Πού είναι η υπόλοιπη οικογένεια; Είστε όλοι μαζί; ρώτησε φθάνοντας στην πόρτα.

 Η θεία Μαρία ήταν μια γυναίκα μεγάλη σε ηλικία, το πρόσωπό της φαινόταν ταλαιπωρημένο σαν να είχε τα δάκρυα πάντα κολλημένα πάνω του. Τα ρούχα της φτωχικά σαν να είχανε βγει μόλις από πολλές δουλειές.

-Τι κάνεις θεία  Μαρία; ρώτησε ο Παναγιώτης.

– Δόξα τω Θεώ πουλί μου. Πώς είσαι εσύ; Ο Χαράλαμπος μου; Πού είναι η υπόλοιπη οικογένεια;

-Θεία μη ρωτάς, θα στα πει όλα ο Θεός… είπε ο Παναγιώτης.

   Εκεί έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας.

   Φωτιά.

   Κατάλαβε… Είχαν απομείνει τώρα μόνο οι δύο τους. Αυτή θα ήτανε όλη η οικογένεια.

    Αφού ξεπέρασαν την πρώτη τους συγκίνηση ,τους έβαλε όλους στο σπίτι, γνωρίστηκαν αμέσως ,σαν να γνωρίζονταν από χρόνια. Τίποτα δεν τους ρώτησε, τα ονόματά τους τα χριστιανικά της αρκούσαν και τίποτα άλλο. Τους έβαλε στο φτωχικό της κι έγιναν όλοι μια οικογένεια. Και αυτό με όλη τη σημασία της λέξεως.

  Μόλις ξεπέρασαν τις πρώτες δυσκολίες, ο Παναγιώτης και η Ουρανία θέλησαν  να κάνουν ένα όνειρό τους πραγματικότητα. Αρραβωνιάστηκαν και σε σύντομο χρονικό διάστημα αποφάσισαν και οργάνωσαν τον γάμο τους. Ήταν το πρώτο χαρούμενο γεγονός μετά από τόση πίκρα. Κουμπάρα θα είχαν τη θεία Μαρία , μάνα και για τους δύο τώρα πια.

  Όλα ήταν έτοιμα σύμφωνα με τα έθιμα που τόσο πολύ τα είχαν νοσταλγήσει, απλά, όμορφα γλυκά. Το προηγούμενο απόγευμα κανόνισαν σύμφωνα με τα έθιμα, ένα μικρό γλέντι στο σπίτι, όπως συνήθιζαν και στην πατρίδα τους. Ακόμα και εκεί δεν έλειψε η λίρα και τα άλλα όργανα.

   Τα έθιμα συνεχίστηκαν.

– Σε λίγο θα ξυρίσουν το Γαμπρό, είπε η Θεία Μαρία και τους έδειξε να πάνε στον πάνω όροφο. Όλοι οι καλεσμένοι γειτονιά, φίλοι, συγγενείς, όλοι γίνονται οικογένεια στις φτωχικές γειτονιές.

   Η Ουρανία βρισκόταν στο σαλόνι του κάτω ορόφου ,περικυκλωμένη και αυτή από συγγενείς και λίγες φίλες που είχε κάνει μέσα σε τόσο λίγες μέρες, τη χαρά την αισθάνεσαι περισσότερο όταν τη μοιράζεσαι, τις έφτιαχναν τα μαλλιά της, τραγουδούσαν.

– Ρίζαμ και κλαδίαμ … ακούστηκε η συγκινημένη φωνή της Ιφιγένειας.

   Η Ουρανία, έτοιμη, τώρα πια κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Όλα της φαίνονταν σαν ένα όνειρο. Άραγε είναι αλήθεια; Σκέφτηκε. Είναι αλήθεια ότι ζούμε ακόμη…

 Ο λυράρης πήρε τα δάκρυά της και τα έκανε ένα συγκινητικό και αργόσυρτο τραγούδι που έλεγε για τον αποχωρισμό της νύφης από τους δικούς της.

 Σήμερον, μαύρος ουρανός,

 σήμερον μαύρη μέρα,

 σήμερον θα χωριούνταν  μάνα και θυγατέρα ,

σήμερον τό κοράσιον

 δυο καρδόπα έχει

 το έναν αφήνει σοι κυρού

 και τ άλλο παρ’ και πάγει.

 Και ήταν μια πολυτραγουδισμένη αλήθεια.

Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα.

Μαύρος ξεριζωμός. Πυκνό το σκοτάδι την προσφυγιάς.

Σήμερον… Έτσι το θυμούνται όλοι, όχι ως κάτι που το κατάπιε η χοάνη του χρόνου, αλλά σαν ένα τραύμα που δακρορροεί μέχρι Σήμερον..

Σήμερον χωρίζονται οι άνθρωποι από τον τόπο. Σήμερον σπάζουν, θρυμματίζονται οι οικογένειες.  Η μάνα από τα σπλάχνα της, τα παιδιά από τη ζωοφόρο πηγή τους. 

Σήμερον τό κοράσιον αφήνει το χέρι της πατρίδας για να αρπαχτεί, με πόνο στην αρχή, με ελπίδα στη συνέχεια, από το ισχνό χέρι μιας νέας πατρίδας.

    Εκεί που τα όνειρα, από μικροί σπόροι, γίνονται βλαστάρια αχνά, από βλαστάρια, κορμί και από κορμί ολόκληρα δέντρα που στις ρίζες τους έχουν την παράδοση, στα φύλλα τους ζωγραφίζονται ανθρώπινα πρόσωπα με σφιχτοδεμένα τσεμπέρια.        Με την ευλογία της Παναγιάς. Ο Πόντος ζούσε και ζει μέχρι Σήμερον. Άνθρωποι στον άνεμο. Αυτό δεν είναι παραμύθι, είναι ιστορία. Είναι η ιστορία μας.

ΓΥΜΝΑΣΙΟ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ